- εὐδιάλυτοι
- εὐδιάλυτοςeasy to undomasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θειουρία — Διαμίδιο του θειοανθρακικού οξέος, με τύπο H2N CS NH2, που προκύπτει από την ουρία με αντικατάσταση του οξυγόνου από θείο. Βρίσκεται με τη μορφή λευκών κρυστάλλων, που έχουν σημείο τήξης 180 182°C, πικρή γεύση και είναι μέτρια διαλυτοί στο νερό… … Dictionary of Greek
σάπωνες — Με την ευρεία έννοια, μεταλλικά άλατα των λιπαρών οξέων· υπό περιορισμένη έννοια, τα αλκαλικά άλατα (νάτριου ή καλίου) των λιπαρών οξέων. Οι σ. που προέρχονται από τα άλατα του νάτριου είναι σκληροί και, για τις απορρυπαντικές τους ιδιότητες, οι… … Dictionary of Greek